-
1 деятель
деятель м: государственный \деятель о κρατικός παράγοντας общественный \деятель о δημόσιος άνδρας политический \деятель о πολιτικός профсоюзный \деятель о συνδικαλιστής заслуженный \деятель науки о διακεκριμένος επιστήμονας заслуженный \деятель искусств о διακεκριμένος καλλιτέχνης* * *мгосуда́рственный де́ятель — ο κρατικός παράγοντας
обще́ственный де́ятель — ο δημόσιος άνδρας
полити́ческий де́ятель — ο πολιτικός
профсою́зный де́ятель — ο συνδικαλιστής
заслу́женный де́ятель нау́ки — ο διακεκριμένος επιστήμονας
заслу́женный де́ятель иску́сств — ο διακεκριμένος καλλιτέχνης
-
2 крупный
крупный 1) (большой) μεγάλος, χοντρός· \крупный виноград το χοντρό σταφύλι 2) (видный) διακεκριμένος, ξακουστός* σημαντικός (значительный)9 \крупный учёный о διακεκριμένος επιστήμονας* * *1) ( большой) μεγάλος, χοντρόςкру́пный виногра́д — το χοντρό σταφύλι
2) ( видный) διακεκριμένος, ξακουστός; σημαντικός ( значительный)кру́пный учёный — ο διακεκριμένος επιστήμονας
-
3 видный
ви́дн||ыйприл1. (видимый) ὁρατός:быть \видныйым εἶμαι ὁρατός·2. (выдающийся) διακεκριμένος, ἐξέχων, περιφανής, διάσημος:\видный ученый ὁ διακεκριμένος ἐπιστήμονας· \видныйое положение ἡ ἐξέχουσα (διακεκριμένη) θέση·3. (рослый, статный) разг λεβέντης, μέ καλή κορμοστα-σιά. -
4 видный
επ., βρ: виден, видна, видно, видны, κ. видны.1. ορατός, θεατός•дом виден издали το σπίτι φαινόταν από μακριά.
|| περίοπτος, περίβλεπτος•-ое место περίοπτη θέση.
2. επιφανής, διάσημος, διακεκριμένος•видный ученый διακεκριμένος επιστήμονας.
3. ψηλόσωμος•видный мужчина ψηλός άντρας.
-
5 выдающийся
επ. από μτχ.έξοχος, διακεκριμένος, υπέροχος, εξαιρετικός•выдающийся ученый διακεκριμένος επιστήμονας•
-ееся произведение υπέροχο έργο.
-
6 знаменитый
επ., βρ: -нит, -а, -о.1. διάσημος, ξακουστός, περιφανής• διακεκριμένος•знаменитый учный διακεκριμένος επιστήμονας•
знаменитый оратор ξακουστός ρήτορας.
2. έξοχος, υπέροχος. -
7 заслуженный
заслу́||женный1. прич. от заслужить·2. прил ἐπάξιος, δικαιολογημένος, κερδισμένος μέ τήν ἀξία:\заслуженныйженный упрек ἡ δικαιολογημένη μομφή·3. (о звании) διακεκριμένος, τιμημένος:\заслуженныйженный артист (деятель науки) διακεκριμένος ἡθοποιός (επιστήμονας).
См. также в других словарях:
διακεκριμένος — η, ο ξεχωριστός, σπουδαίος, έξοχος, σημαντικός: Είναι διακεκριμένος επιστήμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακρίνω — διέκρινα, διακρίθηκα, διακεκριμένος 1. αντιλαμβάνομαι τη διαφορά με το νου ή με τις αισθήσεις, ξεχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, αναγνωρίζω: Ο δάσκαλος τον διακρίνει από τους υπόλοιπους μαθητές. 2. χαρακτηρίζω: Η συμπεριφορά του διακρίνεται από πολύ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Κλαρκ, Άρθουρ — (Sir Arthur Charles Clarke, Μάινχεντ, Σόμερσετ 1917 –). Άγγλος συγγραφέας μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας και σεναριογράφος. Από την παιδική του ηλικία ο Κ. έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις επιστήμες και επιχείρησε τη χαρτογράφηση της… … Dictionary of Greek
εκλεκτός, -ή — ό 1. διακεκριμένος, ξεχωριστός, διαλεχτός: Είναι εκλεκτός επιστήμονας. 2. που με εκλογή πήρε το αξίωμά του: Ο πρωθυπουργός είναι ο εκλεκτός του λαού. 3. το αρσ. ως ουσ., εκλεκτός ο υποδεκανέας του ιππικού (παλιότερα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)